Η δεκαετία 2020-2030 χαρακτηρίζεται ως η δεκαετία του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημοσίου αλλά και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που υπόσχεται -μεταξύ άλλων- τη δυνατότητα για αποτελεσματικότερους κρατικούς ελέγχους όσον αφορά τη φοροδιαφυγή τόσο των επιχειρήσεων όσο και των φυσικών προσώπων.
Η δε ψηφιοποίηση των λογιστηρίων -με την αυτοματοποίηση των καταχωρήσεων και την άμεση διαβίβαση των δεδομένων- οφείλει να μειώνει το κόστος των επιχειρήσεων και τα λάθη, ενώ ο λογιστής να καθίσταται “ελεγκτής” της τήρησης του φορολογικού νόμου και των διαδικασιών.
Η τάση/πειρασμός ωστόσο των προσυμπληρωμένων δηλώσεων εγείρει έντονους προβληματισμούς ειδικά αν δεν χορηγείται, στον φορολογούμενο, το δικαίωμα να παρέμβει και να τροποποιήσει τα προσυμπληρωμένα πεδία.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 4987/2022 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) προβλέπεται, όταν υποβάλλεται από τον φορολογούμενο με δική του επιμέλεια και πρωτοβουλία φορολογική δήλωση, η έκδοση πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου.
Σε αυτή την περίπτωση η έκδοση και βεβαίωση του φόρου είναι άμεση, χωρίς να προηγείται έλεγχος ως και ακρόαση του φορολογουμένου διότι ακριβώς, επί της αρχής, ο προκύπτων φόρος ερείδεται σε στοιχεία δηλούμενα από τον ίδιο το φορολογούμενο!
Κατ’ απόκλιση δε του γενικού κανόνα του άρθρου 32 Κ.Φ.Δ. ορίζεται ότι αν εκδοθεί πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου με βάση στοιχεία διαφορετικά από αυτά που περιέχονται στη φορολογική δήλωση του φορολογουμένου, η φορολογική διοίκηση οφείλει να αναφέρει ειδικά τα στοιχεία αυτά, στα οποία βασίστηκε ο προσδιορισμός του φόρου.
Γενικό συμπέρασμα αναφορικά με το περιεχόμενο της ως άνω διάταξης είναι ότι, καταρχήν, άμεση βεβαίωση και επιβολή φόρου κατόπιν φορολογικής δήλωσης γίνεται να πραγματοποιείται μόνο όταν ο φορολογούμενος κατά δική του βούληση έχει συμπληρώσει και αποδεχθεί τα στοιχεία και περιεχόμενο της υποβαλλόμενης από αυτόν φορολογικής δήλωσης.
Αντιθέτως, σε περίπτωση προσυμπληρωμένης δήλωσης, αν αυτή δεν επιτρέπει την παρέμβαση του φορολογουμένου και την τυχόν τροποποίηση των στοιχείων της δήλωσής του σε περίπτωση που δεν αποδέχεται αυτά, έχουμε παραβίαση του περιεχομένου της σκοποθεσίας του άρθρου 32 Κ.Φ.Δ. ως και εν γένει του μέχρι σήμερα τρόπου λειτουργίας των φορολογικών δηλώσεων, όπου η άμεση βεβαίωση φόρου βάσει δήλωσης τελεί υπό την αυστηρή και αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος έχει απόλυτο δικαίωμα και έλεγχο στα στοιχεία που δηλώνει.
Διαφορετικά, είναι σαν να του προεπιβάλλεται φόρος επί πραγματικών περιστατικών που δεν αποδέχεται (απαραίτητα), στερούμενος μάλιστα πριν τη βεβαίωση του φόρου, το στάδιο της προηγούμενης ακρόασης ώστε να διαμαρτυρηθεί ενώπιον της διοίκησης για την ανακρίβεια κατ’ αυτόν (φορολογούμενο) των προσυμπληρωμένων στοιχείων και να αιτηθεί τη διόρθωσή τους.
Επομένως, η πρόβλεψη της δυνατότητας ο φορολογούμενος να μπορεί να επεμβαίνει στα στοιχεία της προσυμπληρωμένης δήλωσης παρίσταται επιβεβλημένη.
Σε περίπτωση δε, που η φορολογική διοίκηση δεν αποδέχεται την ορθότητα των στοιχείων που συμπλήρωσε (για την ακρίβεια άλλαξε την προσυμπλήρωση) ο φορολογούμενος, υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου και η έκδοση διορθωτικού προσδιορισμού φόρου κατ’ άρθρο 34 Κ.Φ.Δ., ύστερα από τη διενέργεια ελέγχου και υπό τις πρόσθετες εγγυήσεις που παρέχει η διαδικασία αυτή (δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης επί των αποδιδόμενων διαφορών κατ΄ άρθρο 28 Κ.Φ.Δ. πριν την επιβολή αυτών και δικαίωμα προσφυγής κατ’ άρθρο 63 Κ.Φ.Δ.). Εξάλλου η “δόλια” μη αποδοχή μη ορθών προσυμπληρωμένων στοχείων από τον φορολογούμενο, ο οποίος παρεμβαίνει επί σκοπώ και τα αλλάζει (ενώ είναι όντως ορθά) προς αποφυγή της άμεσης βεβαίωσης φόρου, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογητική βάση για το “κλείδωμα” των προσυμπληρωμένων πεδίων, καθώς όποιος επεμβαίνει ανακριβώς στη δήλωση θα έρθει αντιμέτωπος εν συνεχεία με δυσμενείς κυρώσεις όπως πρόστιμα ανακρίβειας του άρθρου 53 ΚΦΔ, διαδικαστικά του άρθρου 54 κοκ.